Dictionary of Greek. 2013.
ἀποπλοίας — ἀποπλοίᾱς , ἀπόπλοια fem acc pl ἀποπλοίᾱς , ἀπόπλοια fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόπλοιαν — ἀπόπλοια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)